«Ο Σαίξπηρ κατάφερε να συλλάβει και ν’ αποτυπώσει ολόκληρο το σύμπαν της ανθρώπινης ύπαρξης σε κάθε πιθανή πτυχή της, και μάλιστα με υψηλή ποίηση και ολοκληρωμένη φιλοσοφία».
Συνέντευξη στη «Βραδυνή της Κυριακής» και της Εσμεράλδα Αγαπητού παραχώρησε ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Κοέν.
Αναλυτικά όσα δήλωσε ο Αλέξανδρος Κοέν
Κύριε Κοέν, στον «Ερρίκο τον Τέταρτο» του Σαίξπηρ, που παίζεται στο θέατρο «Αργώ» για πρώτη φορά στην Ελλάδα, κάνατε τη δραματουργία, τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία. Πείτε μας για την υπόθεσή του.
«Δύσκολη απόπειρα η αφήγηση της ιστορίας αυτών των δύο ιστορικών έργων – πρώτο και δεύτερο μέρος. Αν θέλαμε κάπως να τα συνοψίσουμε, θα λέγαμε πως είναι η περιπέτεια της διαδοχής: με πόση αντίσταση και πόση βία γίνεται το πέρασμα από κάτι παλαιό και εδραιωμένο, σε κάτι νέο και αμφίβολο. Και όλα αυτά με φόντο μέρες ταραγμένες, μια και η εποχή του Ερρίκου Δ’ χαρακτηρίστηκε από πολιτικές αναταραχές και έντονο παρασκήνιο. Μας είναι οικεία αυτή η συνθήκη».
Δηλαδή, εδώ συγκρίνουμε τις αντιδράσεις και τα έργα των πατέρων Ερρίκου και Νορθάμπερλαντ και των γιων τους αντίστοιχα Χαλ και Χαρ, δύο διαφορετικών γενεών;
«Ακριβώς. Αυτό έχει σημασία εδώ: το θέμα της απόσυρσης και αντίστοιχα της ενηλικίωσης. Δεν είναι πρώτη φορά που ασχολείται με αυτό το δίπολο οΣαίξπηρ. Μία επανάσταση περιγράφεται εδώ, ένας πόλεμος, μία ρήξη. Όλα αυτά εμπεριέχουν ξεβόλεμα, βία, νικητές και ηττημένους – αλλά ταυτοχρόνωςκαι την ανάγκη να βρίσκουμε πάντα χώρο να εκφραζόμαστε, ν’ ανασαίνουμε δημιουργικά, να διεκδικούμε συνύπαρξη και αγάπη. Χωρίς αυτές κλονίζεται η δομή μας. Μου αρέσει πολύ ένας στίχος του έργου, που σε ανύποπτο σημείο πολύ “ύπουλα” κάτι μας λέει: “Αν εσύ δε μ’ αγαπάς, δε θ’ αγαπώ κι εγώ τον εαυτό μου”. Αυτό φωνάζει τελικά το έργο: αποδοχή για να μπορέσει να υπάρξει συνέχεια. Αποδοχή όχι των στοιχείων που μας ενώνουν, αλλά αυτών που μας διαφοροποιούν».
Το έργο πόσο επίκαιρο είναι;
«Είναι κοινός τόπος να πω, πως ένα σαιξπηρικό κείμενο εξακολουθεί ν’ απασχολεί. Ας ξεκινήσουμε από τη σκέψη πως τόσο το παλαιό όσο και το νέο βρίσκονται σε μία γκρίζα ζώνη, ίσως και περιθωριακή. Και τα δύο μπορούν εύκολα είτε ν’ αποθεωθούν είτε ν’ ακυρωθούν. Ασφαλώς, τίποτε από τα δύο δε μαρτυρά ψυχραιμία. Όμως, η ισορροπία είναι το ζήτημα. Το έργο αυτό άνοιξε στις πρόβες μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με τα ετερόκλητα στοιχεία και την κατά το δυνατόν αρμονικότερη συνύπαρξή τους. Όμως, ακόμη και δομικά εδώ ο Σαίξπηρ αυτό έχει εφεύρει. Στήνει έναν κόσμο “σοβαρό”, που αντλεί την έμπνευσή του από την Ιστορία και εκπροσωπείται από τους βασιλείς – και έναν άλλο εντελώς κωμικό, δικής του επινόησης, που στηρίζεται στην προκλητική κοσμοθεωρία του Φάλσταφ. Και η παράσταση αυτή την αντιπαλότητα επιδιώκει, με αυτόν τον αιρετικό Σαίξπηρ θέλει ν’ ανοίξει διάλογο».
Το έχετε προσαρμόσει στο τώρα; Είναι με κοστούμια της εποχής του;
«Και μόνο που προκαλείται μία καινούργια μετάφραση, και μόνο που η δραματουργία έχει το βλέμμα της στη νέα παράσταση… και μόνο γι’ αυτούς τους λόγους το όλο εγχείρημα έχει προσαρμοστεί στην εποχή μας. Αλίμονο αν δεν είχε! Είναι ένα σύγχρονο θέαμα με λόγο, ήχο, όψη εντελώς σημερινά. Αλλά και η δραματουργική εκδοχή που όλοι μαζί φτιάξαμε, απομάκρυνε την ιστορικότητα του έργου και ανέδειξε την αιχμηρή πρόθεση του Σαίξπηρ να μιλήσει για το ζήτημα της διαδοχής. Καμία ωραιοποίηση, καμία λεία γωνία».
Εσείς, ως σκηνοθέτης, τι τονίζετε;
«Πρώτα απ’ όλα νιώθω πως έχω καλή ορατότητα στα βασικά ζητήματα του έργου – ίσως να είναι κι ένας λόγος που το επέλεξα: βρίσκομαι σε μία μέση ηλικία που μου επιτρέπει να κοιτάζω και προς τις δύο πλευρές που προτείνει το κείμενο. Ούτε νέος είμαι ούτε παλιός. Βρίσκομαι σ’ ένα κρίσιμο μεταίχμιο που μου επιτρέπει και απολογισμούς να κάνω αλλά και σχέδια. Η “προνομιακή” αυτή θέση μού επιβάλλει να μην απορρίπτω καμία. Αυτό λέει η παράσταση: δημιουργεί δύο κόσμους και τους παρατηρεί τόσο μεμονωμένα όσο και στη συγκρουσιακή τους συνύπαρξη. Αυτή την “προνομιακή” θέση θα πάρει ο θεατής όταν θα βλέπει την παράσταση».
Έχει και χορό και μουσική;
«Μ’ αρέσει οι παραστάσεις να εμπλέκουν ισόποσα κατά το δυνατόν περισσότερες τέχνες. Θα ήθελα να καταφέρω κάποτε να γκρεμίσω μέσα μου την παντοκρατορία του λόγου, και να συμπεριλάβω τη μουσική (έτσι κι αλλιώς, πάντα), το χορό και τα εικαστικά, με ίσες δοσολογίες μέσα στην ίδια εμπειρία. Προς αυτή την κατεύθυνση κινηθήκαμε εδώ θέλοντας να κάνουμε μία παράσταση πιο “δημοκρατική”: ετερόκλητες αισθητικές, ετερόκλητοι άνθρωποι – όλα μαζί σε μία κοινή περιπέτεια».
Έχετε προτίμηση στο κλασικό ή το σύγχρονο ρεπερτόριο;
«Στο κλασικό. Εκεί επαληθεύεται η σκέψη πως τα ζητήματα που ένας άνθρωπος έχει ν’ αντιμετωπίσει στην πορεία της ζωής του είναι πάντοτε ίδια και ελάχιστα. Αυτό που χρειάζεται είναι η παράμετρος ενός κανόνα ανάγνωσης που θα συμπεριλάβει την εποχή μας – δηλαδή, μίας σκηνοθεσίας».
Αυτό είναι το πέμπτο έργο του Σαίξπηρ που ανεβάζετε. Τι αντιπροσωπεύει, τι εκπροσωπεί ο Σαίξπηρ για εσάς;
«Ο Σαίξπηρ κατάφερε να συλλάβει και ν’ αποτυπώσει ολόκληρο το σύμπαν της ανθρώπινης ύπαρξης σε κάθε πιθανή πτυχή της – και μάλιστα με υψηλή ποίηση και ολοκληρωμένη φιλοσοφία. Δε στριμώχνεται να βγάλει κάποιο συμπέρασμα, ωστόσο έχει ολοκληρωμένη ορατότητα πάνω στο φαινόμενο της ανθρώπινης ζωής».
Ως καθηγητής Υποκριτικής στον «Ίασμο», τι διδάσκετε στους μαθητές ώστε να ξεχωρίσουν ως ηθοποιοί;
«Τους παρακινώ να είναι γενναίοι και να εκθέτουν αυτό που ως νέοι καλλιτέχνες κομίζουν. Τους παρακινώ ν’ αμφισβητούν κάθε αυθεντία και να επανεξετάζουν κριτικά ό,τι καλούνται να κληρονομήσουν. Νιώθω πως είναι ο μόνος τρόποςνα εκμεταλλευτούν γόνιμα το παρελθόν και να στήσουν ένα ελπιδοφόρο μέλλον.
Αναδημοσίευση από τη Βραδυνή της Κυριακής
Πηγή: www.vradini.gr
